- περιπλέκομαι
- περιπλέκωtwinepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπλέκομαι — περιπλέκομαι, περιπλέχθηκα και περιπλέχτηκα, περι(πε)πλεγμένος βλ. πίν. 26 , βλ. πίν. 212 Σημειώσεις: περιπλέκομαι : στην παθητική φωνή απαντώνται κυρίως οι τύποι να περιπλακώ, έχω περιπλακεί κτλ. (κατά το συμπλέκομαι βλ. πίν. 212 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμπεριπλέκομαι — Α [περιπλέκομαι] 1. περιπλέκομαι μαζί με άλλους 2. (ειδικά) συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης», Επιφάν.) … Dictionary of Greek
раскрилаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (περιπλέκομαι) распростираю объятия … Словарь церковнославянского языка
αντεμπλέκομαι — ἀντεμπλέκομαι (AM) 1. περιπλέκομαι, συνδυάζομαι με κάποιον άλλο 2. αγκαλιάζομαι ή ανταποδίδω σε κάποιον τους εναγκαλισμούς και τους χαιρετισμούς 3. (για επίδεσμο) τοποθετούμαι σταυρωτά μαζί με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
εγκατειλούμαι — ἐγκατειλοῡμαι ( έομαι) (Α) εμπλέκομαι, περιπλέκομαι σε κάτι … Dictionary of Greek
εγκυλίνδω — ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α) 1. περιτυλίσσω 2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι 3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι … Dictionary of Greek
εισκυλίνδω — εἰσκυλίνδω και εἰσκυλίω (Α) 1. κυλίω μέσα 2. περιπλέκομαι … Dictionary of Greek
εμβαίνω — (AM ἐμβαίνω) μπαίνω, προχωρώ μέσα, εισέρχομαι αρχ. 1. εμποδίζω, παρεμβαίνω 2. προχωρώ γρήγορα 3. επιβιβάζομαι σε πλοίο 4. ανεβαίνω πάνω σε κάτι 5. πατώ πάνω σε κάτι 6. επηρεάζω δυσμενώς («δαίμων ἐνέβη Περσῶν γενεᾷ», Αισχ.) 7. πατώ ακροποδητί 8.… … Dictionary of Greek
εμπαλάσσομαι — ἐμπαλάσσομαι (Α) 1. εμπλέκομαι, περιπλέκομαι 2. συγκρούομαι … Dictionary of Greek
εμφαλκούμαι — ἐμφαλκοῡμαι ( όομαι) (Α) περιπλέκομαι («ἐμφαλκωμένοις περιπεπλεγμένοις», Ησύχ.) … Dictionary of Greek